- αιγαιοπελαγίτικος
- -η, -ο [Αιγαιοπελαγίτης]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Αιγαίο ή προέρχεται από αυτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιγαιοπελαγίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τους Αιγαιοπελαγίτες: Αιγαιοπελαγίτικη αρχιτεκτονική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Paros (Wein) — Lage der OPAP Santorin (rostrot) und Paros (leuchtend rot) Paros (griechisch Πάρος), eine Insel der zentralen Kykladen, beherbergt einige bedeutende Weinbaugebiete, darunter eine Appellation der höchsten griechischen Qualitätsstufe OPAP… … Deutsch Wikipedia
Αιγαιοπελαγίτης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που κατοικεί σε νησί τού Αιγαίου ή κατάγεται από αυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αιγαίο πέλαγος. ΠΑΡ. αιγαιοπελαγίτικος] … Dictionary of Greek
αγροικία — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
αγροικιά — Τo αγροτικό σπίτι. To σπίτι όπου ζει οαγρότης, oγεωργός, oψαράς, ο άνθρωπος που ζει και εργάζεται στην ύπαιθρο γενικά. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί τύποι α. Η μορφή κάθε τύπου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες: από τη γεωγραφική θέση της α., τον… … Dictionary of Greek
αιγαιοπελαγικός — ή, ό [Αιγαίο πέλαγος] ο αιγαιοπελαγίτικος* … Dictionary of Greek
αλευρόμυλος — Συσκευή, μηχάνημα ή συγκρότημα μηχανημάτων, που χρησιμοποιείται στην παραγωγή αλευριού από την άλεση δημητριακών, οσπρίων κλπ. Η μέθοδος αυτή, τουλάχιστον στην εμβρυακή της μορφή, ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια (χειρόμυλος). Αργότερα… … Dictionary of Greek
Ελύτης, Οδυσσέας — (Ηράκλειο Κρήτης 1911 – Αθήνα 1996). Φιλολογικό ψευδώνυμο του ποιητή Οδυσσέα Αλεπουδέλη. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια της Μυτιλήνης, η οποία, τρία χρόνια μετά τη γέννηση του ποιητή, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Ο Ε. φοίτησε στη νομική σχολή του… … Dictionary of Greek